- παραλυόμενος
- παραλύωloose and take offpres part mp masc nom sg (epic)παραλῡόμενος , παραλύωloose and take offpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek
ԱՆԴԱՄԱԼՈՅԾ — (լուծի, աց կամ ից.) NBH 1 0130 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա.գ. παραλυτικός, παραλυόμενος paralyticus Լուծեալ անդամօք. որոյ ջիլք եւ անդամք լուծեալ են. ... *Անկեալ դնէր, կամ դնի անդամալոյծ: Բերէին անդամալոյծ մի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)